Κάποιος που μπορεί να ακούσει και να κατανοήσει
Η πολυετής εκπαίδευση και κλινική εμπειρία των ψυχαναλυτικών ψυχοθεραπευτών τούς επιτρέπει να αφουγκράζονται και να σκέφτονται πάνω σε διαταρακτικές σκέψεις των παιδιών τις οποίες συχνά εκείνα δυσκολεύονται να μοιραστούν με την οικογένειά τους. Συχνά φοβούνται ότι οι γονείς τους ίσως δεν μπορέσουν να καταλάβουν, ή ίσως πανικοβληθούν. Ο θεραπευτής ή η θεραπεύτρια δημιουργεί έναν χώρο ιδιωτικότητας και ασφάλειας όπου αυτοί οι προβληματισμοί μπορούν να εκφραστούν και να γίνουν αντικείμενο σκέψης. Οι συνεδρίες τείνουν να είναι τακτικές και με προκαθορισμένη συχνότητα για να συμβάλλουν στην ανάπτυξη μιας σχέσης εμπιστοσύνης όπου το παιδί σταδιακά μαθαίνει ότι μπορεί να στηριχθεί στον θεραπευτή και να μοιραστεί μαζί του σε βάθος αυτά που το απασχολούν.
Λέξεις αντί για παρορμητικές πράξεις
Το παιδί μαθαίνει σταδιακά να εκφράζει με λέξεις συναισθήματα όπως σύγχυση, φόβο, αγωνία, θυμό αντί να τα εκτονώνει με πράξεις, δηλαδή μέσω της συμπεριφοράς του. Αυτό το κάνει πιο δυνατό απέναντι σε εμπειρίες ματαίωσης, αλλά οδηγεί και σε καλύτερη επικοινωνία με τους άλλους. Αυτό σημαίνει ότι οι άλλοι, όπως οι γονείς, οι δάσκαλοι ή οι φίλοι του μπορούν να κατανοήσουν και να ανταποκριθούν καλύτερα στις ανάγκες του. Το παιδί αρχίζει να οργανώνει και να επεξεργάζεται τις εμπειρίες του με αποτέλεσμα αυτές να μην παρεμποδίζουν τις καθημερινές δραστηριότητές του.
Από την εμπιστοσύνη στην αυτονόμηση
Κεντρικό στοιχείο της ψυχαναλυτικής ψυχοθεραπείας αποτελεί η σχέση παιδιού και θεραπευτή ως θεραπευτικό εργαλείο. Στο πρόσωπο του θεραπευτή εκφράζονται συναισθήματα που το παιδί αδυνατεί να εκφράσει σε πραγματικά πρόσωπα, συχνά από φόβο ότι οι άλλοι ίσως θυμώσουν ή το εγκαταλείψουν. Για τον λόγο αυτό είναι πολύ σημαντική η συνέχεια του θεραπευτικού πλαισίου και η συνεπής παρουσία του θεραπευτή.
Μέρος της θεραπευτικής διαδικασίας αποτελούν τα προγραμματισμένα διαλείμματα για τα οποία το παιδί προετοιμάζεται. Αυτά τα διαλείμματα το βοηθούν να εσωτερικεύσει τη συμβολή του θεραπευτή και να αναπτύξει σταδιακά τη δυνατότητα να αντιμετωπίζει μόνο του προσωρινές δυσκολίες. Έτσι, συμβάλλουν στην ικανότητα του παιδιού για αποχωρισμό και αυτονόμηση.
Ακολουθώντας τον ρυθμό του παιδιού
Οι ψυχαναλυτικοί ψυχοθεραπευτές προσαρμόζουν την προσέγγισή τους στις αναπτυξιακές και συναισθηματικές ανάγκες τού κάθε παιδιού και αλληλεπιδρούν μαζί του με τρόπους ανάλογους της ηλικίας και της ψυχοσυναισθηματικής ανάπτυξής του. Τα μικρότερα παιδιά τείνουν να εκφράζουν τα συναισθήματά τους μέσω του παιχνιδιού, ενώ τα μεγαλύτερα παιδιά και οι έφηβοι μπορεί να μιλήσουν για αυτά ή να ζωγραφίσουν.
Παιδιά που έχουν «χάσει» μέρος της παιδικής τους ηλικίας λόγω εξωγενών ή τραυματικών εμπειριών ίσως παλινδρομήσουν σε προηγούμενα στάδια ανάπτυξης στη διάρκεια της θεραπείας. Αυτό γίνεται στην προσπάθειά τους να αναδομήσουν μέρος της προσωπικότητάς τους και να προσεγγίσουν τη χρονολογική τους ηλικία.
Ανάλογα με τις ανάγκες κάθε παιδιού, ένας θεραπευτής μπορεί να δει το παιδί είτε ατομικά είτε μαζί με τους γονείς του. Άλλες φορές οι γονείς επισκέπτονται μόνοι τους έναν θεραπευτή για να σκεφτούν μαζί πώς μπορούν να ανταποκριθούν καλύτερα στις ανάγκες του παιδιού τους.