Η ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεία ανοικτού τέλους είναι ένα θεραπευτικό μοντέλο που βασίζεται στη ψυχαναλυτική θεωρία και πρακτική. Η διάρκεια της θεραπείας δεν προκαθορίζεται εξ’ αρχής, επιτρέποντας μια ευέλικτη θεραπευτική διαδικασία που ακολουθεί τους ρυθμούς του παιδιού ή του νέου.
Ο θεραπευτής διατηρεί μια μη-κατευθυντική στάση, παρέχοντας ένα ασφαλές και υποστηρικτικό περιβάλλον όπου το παιδί μπορεί να αρχίσει να κατανοεί το βαθύτερο νόημα των συμπεριφορών και των συναισθημάτων του. Όπως σε όλα τα ψυχαναλυτικά θεραπευτικά μοντέλα, η θεραπευτική σχέση διαδραματίζει σημαντικό ρόλο, καθώς οι αλληλεπιδράσεις του παιδιού με το θεραπευτή συχνά αντικατοπτρίζουν τρόπους με τους οποίους το παιδί σχετίζεται και με άλλα πρόσωπα.
Η συχνότητα της θεραπείας μπορεί να είναι από μία έως τρεις φορές την εβδομάδα ανάλογα με τις ανάγκες του παιδιού ή του εφήβου, τη σοβαρότητα των δυσκολιών, και τις εκάστοτε συνθήκες και δυνατότητες της οικογένειας.
Η ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεία ανοιχτού τέλους αποτελεί μια από τις πιο συχνές θεραπευτικές επιλογές αλλά ενδείκνυται ιδιαιτέρως σε περιπτώσεις όπου οι δυσκολίες επηρεάζουν περισσότερες από μια πλευρές της ανάπτυξης των παιδιών, σε περιπτώσεις παιδιών με σοβαρά αναπτυξιακά ελλείμματα, ή σε παιδιά και νέους που έχουν δυσκολία και χρειάζονται χρόνο για να εμπιστευτούν με το δικό τους ρυθμό τη θεραπευτική διαδικασία.